maidservant$46288$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

maidservant$46288$ - translation to ελληνικό

FEMALE PERSONAL ATTENDANT WHO WAITS ON THE LADY OF THE HOUSE
Handmaid; Maidservant; Hand maiden; Handmaids; Hand maid; Hand-maid; Hand-maiden
  • Murillo]], 1655–1660, [[Hermitage Museum]], [[Saint Petersburg]]
  • John Collier]]

maidservant      
n. υπηρέτρεια, υπηρέτρια

Ορισμός

handmaid
(also handmaiden)
¦ noun
1. archaic a female servant.
2. a subservient partner or element.

Βικιπαίδεια

Handmaiden

A handmaiden (nowadays less commonly handmaid or maidservant) is a personal maid or female servant. (The term is also used metaphorically for something whose primary role is to serve or assist.) Depending on culture or historical period, a handmaiden may be of slave status or may be simply an employee. The terms handmaiden and handmaid are synonyms.